καν

καν
I
(Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει έκταση λεκάνης 36.900 τ. χλμ., ενώ σε ορισμένες περιοχές σχηματίζει καταρράκτες (Μπολσόι, Κοσόι). Η μέση ετήσια ροή του στην περιοχή του χωριού Ποντπορόγκ είναι 276 κ.μ./δευτ. Οι κυριότεροι παραπόταμοί του είναι ο Άγκουλ και ο Ρίμπναγια. Ορισμένα τμήματα του ποταμού αυτού είναι πλωτά και εξυπηρετούν τις μεταφορές κορμών δέντρων. Στις όχθες του είναι χτισμένη η πόλη Κανσκ.
II
(Caen). Πόλη (117.157 κάτ. το 1999) και λιμάνι της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Κάτω Νορμανδίας και του νομού Καλβαντός (5.548 τ. χλμ., 648.385 κάτ.). Συνδέεται με τη θάλασσα της Μάγχης με ένα πλωτό κανάλι.
Η Κ. αναπτύχθηκε χάρη στην κατεργασία και στην εξαγωγή σιδηρομεταλλεύματος. Έχει επίσης βιομηχανίες τσιμέντου, κεραμικών, τροφίμων και ξυλουργίας, ενώ εξάγει γαλακτοκομικά προϊόντα και κρασιά. Τα πολυάριθμα αρχαία μνημεία καθιστούν την Κ. μία από τις πιο ονομαστές γαλλικές πόλεις. Η πόλη, στην οποία λειτουργεί και πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1432, έχει να επιδείξει πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία. Τα πλέον χαρακτηριστικά είναι το κάστρο (11ος αι.), η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, που χτίστηκε τον 13o-14o αι. και ξαναχτίστηκε τον 16o αι. σε ρυθμό Αναγέννησης, η γοτθική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (15ος αι.) και ο ναός της Παναγίας σε ρυθμό μπαρόκ (17ος αι.) κ.ά. Στην Κ. υπάρχει επίσης αξιόλογο μουσείο καλών τεχνών.
Ιστορία. Η Κ. έγινε γνωστή στις αρχές του 11ου αι., όταν ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής κατασκεύασε τον πύργο και έχτισε δύο μεγάλα μοναστήρια: την Αγία Τριάδα (1059-66), γοτθικού ρυθμού, και τον Άγιο Νικόλαο (τέλη 11ου αι.). Η Κ. κατελήφθη και λεηλατήθηκε από τους Άγγλους το 1346 και το 1417. Στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης η πόλη αποτέλεσε κέντρο συνάθροισης των ομοσπονδιακών. Το 1944, κατά τη διάρκεια της μάχης της Νορμανδίας, τα τρία τέταρτα της πόλης καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς, όμως η πόλη σήμερα έχει ανοικοδομηθεί.
Ο ναός της Αγίας Τριάδας στην πόλη Καν της Γαλλίας.
* * *
(I)
κάν (Α)
ποιητ. τ. τής προθέσεως κατά πριν από λ. που αρχίζει από ν («κὰν νόμον» — κατὰ νόμον, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αιολική αποκοπή: κατά > κατ > καν ν-].
————————
(II)
κἀν (Α)
κατά κράση αντί καὶ ἐν.
————————
(III)
και κάνε (AM κἄν, Μ και κἄνε και κἄνες)
ως διαζευτικός σύνδ.) καν...καν ή κάνε...κάνε
είτε...είτε, ή...ή («η τελετή θα γίνει κάνε στις έξι κάνε στις επτά το βράδυ»)
νεοελλ.
1. (συν. μετά τά ούτε, ουδέ)
καθόλου («δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει κάν»)
2. (με επιτασσόμενο μου) τουλάχιστον («στείλε ένα γράμμα κάνε μου, αφού δεν θέλεις να πάς προσωπικά»)
2. φρ. «καν και καν» — πάρα πολλοί, αναρίθμητοι («ξοδέψαμε καν και καν για να τόν κάνουμε καλά»)
μσν.
1. (με αριθμτ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα κλπ.) περίπου («ἦλθαν καὶ ἀνατολικοὶ κἂν ἄλλες δύο χιλιάδες», Χρον. Moρ.)
2. (με άρνηση) ούτε («σὺ δὲ ποτὲ οὐκ ἠγόρασας κἂν ταρτεροῦ χαβιάριν», Προδρ.)
3. μολονότι («κἂν τάχα μοναχὸς ἐστίν, ἐμᾱς οὐδὲν φοβᾱται», Διγ.)
4. φρ. α) «κἂν μόνον» — τουλάχιστον
β) «κἂν ὅσος» — όσος και αν
γ) «κἂν οὐ» — ούτε καν
δ) «εἰδὲ κἄν» — ακόμη και αν
ε) «εἰδὲ κἂν οὐ» — ειδεμή, ειδάλλως («μηδὲν πᾱς
εἰδὲ κἂν οὐ σκοτώνου σε», Μαχ.)
στ) «ἤ... ἤ... ἤ κἂν» — ή... ή... ή... ή τέλος πάντων
ζ) «κἂν ὅλως»
i) (χωρίς άρνηση)
γενικά
ii) (με άρνηση)
διόλου («ἐκδύθη ἡ κόρη, οὐκ ἐντράπηκεν κἂν ὅλως», Πτωχολ.)
η) «κἂν ποσῶς»
i) (με άρνηση)
καθόλου
ii) (χωρίς άρνηση) τουλάχιστον λίγο («οἱ μὲν ἔλεγαν νὰ ἀπέλθουν στὸ σπίτι του ὁ καθένας νὰ ἀναπαοῡσιν κἂν ποσῶς, διατὶ ἦσαν κοπιασμένοι», Χρον. Μoρ.)
θ) «κἂν ψίχα»
i) (χωρίς άρνηση)
έστω λίγο
ii) (με άρνηση) καθόλου
ι) «πλὴν κἄν» — εκτός αν
αρχ.
1. (σπανίως, όταν ο και είναι συμπλεκτικός) και εάν («οὐκοῡν τούτων μὲν κἂν ἄψαιο κἂν ἴδοις κἂν ταῑς ἄλλαις αἰσθήσεσιν αἴσθοιο», Πλάτ.)
2.(συν. όταν ο και είναι επιτατικός)
ακόμη και (α. «κακὸν κἂν ἐν ἡμέρα γνοίης μιᾷ», Σοφ. β. «νῡν δέ μοι δοκεῑ κἂν ἀσέβειαν καταγιγνώσκοι τε προσήκοντα ποιεῑν», Δημοσθ. γ. «κἂν εἰ πολλαὶ αἱ ἀρεταί εἰσιν, ἓν γέ τι εἶδος ταὐτὸν ἅπασαι ἔχουσιν», Πλατ.)
3. αν και («κἂν ἄποπτος ἦς» — αν και δεν σε διακρίνω καλά, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό καί + δυνητικό ἄν (σπανίως < συμπλεκτικό καί + υποθετικό ἄν) με κράση. Η αρχική σημ. «ακόμη και» μεταβλήθηκε προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις και εξελίχθηκε αφ' ενός μεν σε «μολονότι» και «ούτε» (η τελευταία σημ. με αρνητική σύνταξη), αφ' ετέρου δε σε «τουλάχιστον» και «περίπου», με την επανάληψη δε τού κἄν σε «είτε... είτε». Από τον συνδυασμό τού κἄν με σημ. «ούτε» και του αριθμητικού εἷς / ἕνας προέκυψε η αντωνυμία κανείς / κανένας*, που διατήρησε και την αντίστοιχη αρνητική σύνταξη τού κἄν. Τέλος, συνδυαζόμενο με διάφορες λέξεις, το κἄν ἔδωσε στερεότυπες εκφράσεις με πολλές και ποικίλες σημ. (βλ. εμήνευμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κἄν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆν — κἀν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάν — poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καν — μόρ. 1. με ελαττωτική έννοια σημαίνει τουλάχιστο, καθόλου: Δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι αυτόν. 2. ως διαζευκτικός αντί του ή ή: Καν πέρσι καν πρόπερσι πήρε το δίπλωμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. — κἄν ἀπὸ νεκροῦ φέρῃ. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • κἀν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀν' — ἀνά , ἀνά on board indeclform (prep) ἐνί , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”